φαλτσαστέκα

φαλτσαστέκα
και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν
1. εσφαλμένο χτύπημα τής σφαίρας στο μπιλιάρδο
2. (κατ' επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάλτσο — και φάλσο, το, Ν 1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος 2. λάθος, σφάλμα 3. φαλτσαστέκα 4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα 5. στον πληθ. τα φάλτσα τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο τού πτερνίτη, τού τακουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φαλτσοστέκα — η, Ν βλ. φαλτσαστέκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”